- ευμάκης
- εὐμάκης, εὔμακες, δωρ. τ. τού εὐμήκης (Α)βλ. ευμήκης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐμάκης — εὐμά̱κης , εὐμήκης tall masc/fem acc pl (attic epic doric) εὐμά̱κης , εὐμήκης tall masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) εὐμά̱κης , εὐμήκης tall masc/fem nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευμήκης — ες (ΑΜ εὐμήκης, ες, Α δωρ. τ. εὐμάκης) 1. (για άνθρωπο) ψηλός, αυτός που έχει υψηλό ανάστημα («παρθένον εὐμήκη καὶ εὔχρουν», Αλκίφρ.) 2. ο εκτεταμένος κατά μήκος, ο μακρός, ο επιμήκης («καὶ ἀμπελῶνα θαυμαστὸν ἐποίησεν ἐκεῑσε τὸν ἔκαμε εὐσύνθετον … Dictionary of Greek